ξετινάζω — ξετινάζω, ξετίναξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξετινάζω — 1. τινάζω ή κινώ κάτι με δύναμη για να φύγει η σκόνη 2. μτφ. α) καταστρέφω κάποιον οικονομικώς («τόν ξετίναξαν στα χαρτιά») β) απογυμνώνω κάποιον από τα επιχειρήματα που προβάλλει, καταρρίπτω με λόγους ή γραπτώς τις γνώμες ή τις ιδέες που… … Dictionary of Greek
ξετινάζω — ξετίναξα, ξετινάχτηκα, ξετιναγμένος 1. τινάζω δυνατά: Σήμερα ξετινάξαμε τα χαλιά. 2. μτφ., παίρνω τα χρήματα κάποιου: Πήγε στο καζίνο και τον ξετίναξαν. 3. η μτχ., ξετιναγμένος αυτός που έχασε τα χρήματά του ή την περιουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτινάσσω — (AM ἐκτινάσσω) τινάζω μακριά, προς τα έξω, ξετινάζω, αποβάλλω με τίναγμα μσν. 1. αντικρούω 2. εξαλείφω 3. τρέμω αρχ. μσν. απομακρύνω, απωθώ αρχ. 1. σείω δυνατά για να καθαρίσω, τινάζω 2. αναγκάζω να βγει 3. αναζητώ επίμονα 4. (αμτβ.) ταράζομαι… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξετίναγμα — το [ξετινάζω] 1. ισχυρό τίναγμα ενός πράγματος προκειμένου να φύγει από πάνω του η σκόνη 2. μτφ. α) πρόκληση μεγάλης οικονομικής ζημιάς β) η απώλεια τής περιουσίας κάποιου γ) η απογύμνωση κάποιου από τα επιχειρήματα που προβάλλει, η κατάρριψη με… … Dictionary of Greek
συνεκτινάσσω — Α εκτινάσσω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτινάσσω «ξετινάζω, αποβάλλω σείοντας»] … Dictionary of Greek